Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Life sucks

Πήγα να πάρω κάτι να φάω εδώ κοντά (είμαι αχαϊρευτη το ξέρουμε!) και όπως πήγα να μπω στο εστιατόριο είδα μια γριούλα ντυμένη λίγο φτωχικά να μετρά τα λεφτά της. Μπήκε μετά από μένα και παράγγειλε μια μερίδα σκορδόψωμο. Ήθελα να της το πληρώσω εγώ αλλά ντράπηκα.

Πόσο άσχημο πρέπει να είναι να φτάνεις σε αυτή την ηλικία και αντί να ξεκουράζεσαι και να απολαμβάνεις ό,τι τελοσπάντων απέκτησες, να μην μπορείς να έχεις -όχι ακριβά ταξίδια και ρούχα- αλλά να σκέφτεσαι να πάρεις ένα πιάτο φαϊ. Τι κοινωνία αφήνει κάποιον που δούλευε όλη του τη ζωή στη ψάθα, ακριβώς όταν φτάνει σε μια ηλικία που δεν μπορεί να δουλέψει πια και αφού έχει συνεισφέρει τόσα χρόνια?

Και το χειρότερο είναι ότι αν οι γονείς μου δεν χρειάζεται να ανησυχούν ιδιαίτερα γι' αυτό η δική μου γενιά χρειάζεται.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Ημερολόγιο καταστρώματος 2: I ♥ Boston? (update)

«Μεγάλο βούκκο βάλε, μεγάλο λόον μεν πεις» που έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.

Όπως δεν θα έχεις καταλάβει αναφέρομαι σε παλαιότερα μεγάλα λόγια μου (ή και ποστ) που αναθεμάτιζαν τη ζωή στη Χτερνία. Ε, στη Βοστώνη λοιπόν θα ήθελα να ζήσω. Βέβαια, σε κανα δυο χρόνια μπορεί και να τη βαριόμουν αλλά ένα ποστ-ντοκ στο Χάρβαρντ θα το προλάβαινα. Αρκεί να μου το προσέφεραν, βέβαια!

Καταρχήν, είναι καταπράσινη με υπέροχα διόρωφα σπίτια με κόκκινο τούβλο (σε προσεχές ποστ, κατά Αύγουστο μεριά, θα φανερώσω το δρόμο στον οποίο θα ήθελα να ζήσω, με φωτογραφικά ντοκουμέντα, μην κρατάς την αναπνοή σου όμως, με ξέρεις!), απ’ ότι είδα περπατιέται άνετα και έχει πολύ καλή ποιότητα ζωής. Και έχει και θάλασσα και ποτάμι. Άσε που τόπους τόπους θυμίζει Αγγλία (δεν την είπαν Νέα Αγγλία άδικα). Α, και έχει και το Χάρβαρντ (και το ΜΙΤ) στο οποίο δεν πρόλαβα να πάω αλλά θα μου πεις αν είναι να πάω ως επισκέπτρια τι αξία έχει?

Στα αρνητικά, είναι σχετικά μικρή (αυτό παίζει μπαλαντέρ και στα δύο), δεν έχει τη ζωή –ούτε καλλιτεχνική αλλά ούτε και βραδινή- του Λονδίνου και είναι απίστευτα εκνευριστικό να σε ρωτά όλο μα όλο το προσωπικό σε όλα τα ξενοδοχεία, μπαρ, εστιατόρια, πανσιόν «Hi, how are you?». Δε λέω, είναι πιο φιλικοί και πολλές φορές προσφέρθηκαν άγνωστοι να μας δείξουν το δρόμο χωρίς καν να ρωτήσουμε (θετικό) αλλά είναι ανάγκη να απαντώ συνέχεια «καλά, εσύ?» σε αγνώστους (αρνητικό)?! Το ξέρω ότι εξαρτώνται από το φιλοδώρημα και είναι μέρος της δουλειάς τους να είναι ευγενικοί, αλλά πόσο πια! Κάπου εκεί πεθύμησα τη βλοσυρή Ευρώπη όπου μπορείς να μπεις και να βγεις ανενόχλητος από ένα κατάστημα χωρίς να σε ρωτήσει κανένας τι κάνεις.

Ένα άλλο ταιριαστό ρητό είναι και το «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τι θα βρεις από κάτω?». Μα φυσικά ¨Ελληνα. Μπαίνω στο αεροπλάνο για Βοστώνη (με ΒΑ), ακούγεται από τα μεγάφωνα «Γεια σας, είμαι ο Γιώργος και είμαι ο κυβερνήτης σας. Μιλάμε και Ελληνικά σ’ αυτή τη πτήση». (Προφανώς βέβαια ο Γιώργος μιλούσε μόνο Ελληνικά γιατί τα Αγγλιστί τα κανόνισε ο συνκυβερνήτης.) Κάθομαι σε καφέ στη Βοστώνη, δύο Ελληνίδες στο δίπλα τραπέζι. Προσπαθώ να διαλέξω κάτι στο Βικτόριας Σικρετ, τσουπ δυο Ελληνίδες να συζητούν τα υπέρ και τα κατά του στρινγκ. Καθόμαστε για ένα τζισκέικ να αναπληρώσουμε τις θερμίδες που κάψαμε μεταξύ μεσημεριανού και βραδινού, νάσου από δίπλα οι Ελληνάρες. Μπαίνω στο αεροπλάνο για την επιστροφή και μου κάνει ο αεροσυνοδός «I like your passport, καλοσώρισες». Κάνω έτσι να δω το ταμπελάκι του, Κύπριος της διασποράς. Απγκραίηντ πάντως δε μου έκανε αλλά μια αλληλεγγύη την ένιωσα!

Εγκυκλοπαιδικά, η παρουσίαση μου πήγε πολύ καλά και για άλλη μια φορά απογοητεύτηκα από τα Αμερικάνικα, διεθνή συνέδρια. Μα $700 εγγραφή και να μην προσφέρουν ούτε έναν καφέ (κι ας μην πίνω)?! Στα Ευρωπαικά έχουν 2 κόφφι μπρέικ (με ενισχυμένα μπισκοτάκια) και μεσημεριανό! Και όχι δεν είμαι κοιλιόδουλη –καλά λίγο, όσο πατά ο ελέφαντας- αλλά προσωπικά το βρίσκω απαράδεκτο. Άλλο σημάδι της οικονομικής κρίσης ήταν ότι οι εταιρίες που διαφήμιζαν προϊόντα στην έκθεση, σε αντίθεση με άλλες χρονιές δεν προσέφεραν ούτε πέννα. Που τα μέμορυ στικ, τα πλαστικά μπαλάκια, οι θήκες για τα κινητά και όλα τα υπόλοιπα άχρηστα διαφημιστικά που μοίραζαν απλόχερα άλλα χρόνια!

Παρόλη όμως, την προφανή αγωνία για την οικονομία και την, όχι και τόσο προφανή, αγωνία για το περιβάλλον και με εξωτερική θερμοκρασία 16 βαθμούς και βροχή τα κλιματιστικά ήταν συνέχεια αναμμένα στο φουλ. Σε μοουντ κυπριακού καύσωνα! Κι εγώ να νιώθω σαν χοιρινό στο τσιγκέλι! Αφού στις μισές διαλέξεις δεν έπαιρνα σημειώσεις γιατί έκανα διαλογισμό προσπαθώντας να ανεβάσω τη θερμοκρασία σώματος μου και να καταπνίξω μνήμες από τότε που κλείστηκα στους -20 και πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου όχι σκηνες από τη ζωή μου (ήταν πολύ βαρετή φαίνεται) αλλά σκήνές από την εύρεση μου μετά από μέρες ως παγοκολόνα και με τα νύχια γαντζωμένα στην πόρτα που είχε κολλήσει.

Αυτά τα λίγα γιατί προσπαθώ να κρατηθώ ξύπνια κανα τρίωρο ακόμα μέχρι να βραδιάσει. Ίσως αναγκαστώ να πάω καμιά βόλτα και να πάρω και μια τσάντα που χρειάζομαι!

Πάντως αυτή τη φορά το τζετ λαγκ ούτε που το κατάλαβα.

------------------------------------------------------------------------------
Κοιλιόδουλη, κοιλιόδουλη αλλά ξέχασα να ενημερώσω και τους υπόλοιπους κοιλιόδουλους ότι η Βόστον Πάι ήταν καταπληκτική και παραδόξως μου θύμισε ένα παγωτό βανίλια που τρώγαμε μικροί (μια φορά κι έναν καιρό) που ήταν σε ένα χάρτινο τριγωνάκι και ήταν μόλις 15 σεντ. Επίσης, συστήνω και το Νιου Ινγλαντ κλαμ τσάουντερ. Αστακό δε δοκίμασα γιατί πλήρωνε άλλος και είπα να μην το παρακάνω! Τώρα έκλεισε σίγουρα το ποστ.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Τα ράσα κάνουν τον παπά

Σκεφτόμουν εδώ και μια δυο βδομάδες (όχι συνέχεια, αραία και που, μη φανταστείς) πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν τα ρούχα στο πως αισθανόμαστε καταρχήν και στο πως αντιμετωπίζουμε τον κόσμο. Αφορμή κάτι που μου συνέβη ένα Σάββατο πριν λίγο καιρό.

Είχαμε πάει σε Ελληνικό κλαμπ με κάτι φίλες και επί τη ευκαιρία έβαλα ένα φορεματάκι και τακούνια. Συνήθως ντύνομαι πιο απλά αλλά σκέφτηκα ότι όλες οι Ελληνίδες θα ήταν που θα ήταν ντυμένες στην τρίχα, είχα αγοράσει που είχα αγοράσει και 2-3 φορεματάκια, σκέφτηκα ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία να βγάλουν τα λεφτά τους. Στο μετρό και στο Τραφάλγκαρ που τις περίμενα ένιωθα βέβαια λίγο άβολα (δε μ’αρέσει να τραβώ την προσοχή, τόσο ηλίθια είμαι!) αλλά είχε αρκετό κόσμο και τέλοσπάντων ήξερα πως να το χειριστώ ακόμα κι’όταν μου έπιασε κουβέντα ένας άσχετος και ήθελε το τηλέφωνο μου. Στο κλαμπ περάσαμε πολύ καλά (βασικά εν εκάτσαμεν κάτω!) και εκεί που έλεγα να μην το ξενυκτήσω και πολύ, το κλείσαμε το μαγαζί (και πάλι μη φανταστείς, κατά τις 3:30). Πήγαμε και οι τρεις μέχρι μια κοντινή –και κεντρική στάση- η μία πήρε λεωφορείο και οι αλλες δύο τηλεφωνήσαμε για ταξί. Δυστυχώς, το κινητό μου δεν είχε μπαταρία και το ταξί της φίλης μου ήρθε πρώτο αλλά φαντάστηκα ότι και το δικό μου δεν θα αργούσε πολύ και πως θα το έβρισκα και χωρίς μηνύματα και τηλέφωνο. Μέσα σε 5 λεπτά, η στάση είχε αδειάσει –εκτός από μερικούς μεθυσμένους- και το ταξί μου άφαντο. Ξαφνικά, ήμουν πολύ consious για το ντύσιμο μου και άρχισα να νιώθω απίστευτα άβολα. Ένιωθα εντελώς εκτεθειμένη και δε βοήθησε και το ότι τουλάχιστον 5 μη αδειούχα ταξί σταμάτησαν ειδικά για μένα –ενώ κανένα μαύρο δεν πέρναγε! Μετάνιωνα την ώρα και τη στιγμή που είχα βάλει φόρεμα και τακούνια! Μέχρι που ένας με πλησίασε και μου είπε ότι χωρίς να θέλει να μου την πέσει, θα στεκόταν κοντά μου, just being a gentleman, γιατί έβλεπε πόσοι με ενοχλούσαν. Εγώ βέβαια του είπα ότι μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου αλλά το χέρι μου που έπαιζε νευρικά τη σάρπα μου έλεγε άλλα. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή ήρθε ένα λεωφορείο που με βόλευε και μπήκα. Και μόνο τότε ένιωσα αρκετά καλά για να χαμογελάσω και λίγο στον άνθρωπο την ώρα που έφευγα.

Αντίθετα, την Κυριακή το βράδυ πήγα σε ένα φιλικό σπίτι και μέχρι να φύγω είχε πάει δώδεκα και. Η περιοχή ήταν αρκετά ασφαλής και περπάτησα μέχρι τη στάση να πάρω λεωφορείο. Και παρότι ήταν σκοτεινός δρόμος, ερημιά και μόνο κανα δύο κυκλοφορούσαν, ντυμένη με τζην, αθλητικά και εντελώς απεριποίητη ένιωθα έτοιμη να αντιμετωπίσω τα πάντα.

Το ότι ντυμένη “γυναικεία” νιώθω ευάλωτη στα βλέμματα και τις προθέσεις των αντρών και ντυμένη σαν «άντρας» (ή έστω πιο incospicously) άνετα στα πετσί μου και έτοιμη “to take on the world” έχει να κάνει με το ότι η κοινωνία στην οποία μεγάλωσα (δηλ. η Κυπριακή) είναι κατά βάση ανδροκρατούμενη και δεν αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα στις γυναίκες (κατά το: δεν φταιει ο βιαστής αλλά εσύ που τον προκάλεσες) ή τα προσωπικά μου συμπλέγματα? Μήπως μας μεγάλωσαν να νιώθουμε ότι χρειαζόμαστε έναν άντρα να μας προστατεύει ή είναι ο νόμος της φύσης ότι ο πιο αδύνατος σωματικά χρειάζεται κάποιον πιο δυνατό για προστασία?

Όπως και να έχει πάντως, θα το σκεφτώ πολύ πριν ξαναβάλω κάτι τέτοιο στο Λονδίνο. Ή τουλάχιστον θα φροντίσω να φορτίσω πρώτα το κινητό μου!